Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

ΕΝΟΣ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΣΙΓΗ


Το κείμενο της κατάληψης στο κινηματογράφου (κράτησε ως 23.02.09) που ανέλυε την εμπειρία μας για το Δεκέμβρη, με ημερομηνία Φεβρουάριος 2009. Έγινε αυτοέκδοση σε 100 αντίτυπα. Εκδίδεται επετειακά.



ΕΝΟΣ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΣΙΓΗ1
*


Κλείνοντας δύο μήνες κατάληψης μέσα σ’ ένα περιβάλλον ακούραστης κοινωνικής και πολιτικής ανησυχίας αισθανθήκαμε την ανάγκη να καταθέσουμε έναν απολογισμό χάρη καταγραφής και περισυλλογής. Το εγχείρημα βαρύ, το αποδίδουμε ανολοκλήρωτο.

ΓΕΓΟΝΟΣ

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008: Ένας έφηβος, ο δεκαπεντάχρονος Αλέξης Γρηγορόπουλος, πέφτει νεκρός από τα πυρά του κρατικού-ειδικού-φρουρού Επαμεινώνδα Κορκονέα.

ΕΞΕΓΕΡΣΗ

Σχεδόν ταυτόχρονα και σ’ όλες τις πόλεις της χώρας ξεσπούν συγκρούσεις οι οποίες συγκεντρώνουν την προσοχή τους στις δυνάμεις καταστολής και ελέγχου, σε κυβερνητικά κτίρια, καταστήματα πολυεθνικών και τραπεζών. Οι συγκρούσεις διαρκούν δύο εβδομάδες, σε πανελλαδική κλίμακα, με πορείες, δράσεις, παρεμβάσεις, καταλήψεις, συνελεύσεις και οι συνέπειές τους είναι πολλές και διάσπαρτες για τον επόμενο χρόνο.

Εντωμεταξύ, θεσμικά μμε και πολιτικοί, μετά από ένα τριήμερο παραληρηματικής αμηχανίας, προσπαθούν να ανιχνεύσουν τα αίτια της εξέγερσης και να διακρίνουν την κοινωνική-πολιτική ταυτότητα των εξεγερμένων καθώς και τα χαρακτηριστικά τους. Αδυνατούν ν’ αντιληφθούν πώς τέτοια φαινόμενα τυφλής βίας και ανυπακοής απολαμβάνουν τέτοιας ευρείας κοινωνικής αποδοχής. Είναι εξάλλου ιδιότητα των εξεγέρσεων της βάσης να δημιουργούν μία ηθικού τύπου αποκάλυψη στους κρατούντες.
ΟΙ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟΙ ΔΕΚΤΕΣ ΤΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ ΚΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ

Και καθώς τα μμε απεδαφώνουν αυτήν την εξέγερση, αιτιολογώντας, αποδομώντας τα ουσιαστικά κίνητρα που μας κατέβασαν στους δρόμους, αμελούν σίγουρα να κάνουν μια αναλυτική και στο σύνολό της πολιτική και κοινωνική επισκόπηση. Κοιτάζοντας πανοραμικά την κατάσταση θα αναγκάζονταν να παραδεχτούν ότι αποκαλύπτονται τα επιδημικά συμπτώματα μιας ζωής σε αποσύνθεση.

Θα έφτανε τα μμε να ανέτρεχαν στις πρόσφατες ‘μεταρρυθμίσεις’ στο ασφαλιστικό, τα εργασιακά και την παιδεία, στις δολοφονίες εργατών, καθώς και στις κρατικές προσπάθειες αναγωγής του πολιτισμού σε προϊόν τουριστικής εκμετάλλευσης. Θα παραδέχονταν ότι η γενιά των τετρακοσίων ευρώ και της ημί-απασχόλησης, αναγκαστικά εξελίσσεται, ήδη από τα πανεπιστήμια, στη μεγάλη βάση των συμβασιούχων ομήρων, χωρίς δικαιώματα στην απεργία και την έμπρακτη ρήξη με την εργοδοσία. Μ’ αυτό τον τρόπο θ’ αντιλαμβάνονταν ότι επιτεθήκαν οι άρρητες επιθυμίες μας ενάντια σε μια παγκόσμια πολιτική του συμφέροντος, η οποία μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και χωρίς την ουσιαστική συγκατάθεση της κοινωνίας βάζει χέρι σε κοινωνικές κατακτήσεις που κερδίθηκαν μέσα από μακροχρόνιους και αιματηρούς αγώνες, αδιαφορώντας για την ζωή των εργατών-εργαζομένων. Και μέσα από καταλήψεις και αγώνες μας αποκριθήκαμε αρνητικά, ενάντια στην εμπορευματοποίηση και την τυποποίηση της παιδείας και του πολιτισμού, που διαιωνίζουν τα status quo της ανισότητας, εξοπλίζοντας το υλικό, ανθρώπινο και ιδεολογικό οπλοστάσιο της ολιγαρχικής δημοκρατίας, πολλαπλασιάζοντας τις τάξεις των homo sacer, καίγοντας τα κεφάλια μας. Και συνεχίζουμε να διεκδικούμε με πάθος την εργασία, την παιδεία και τον πολιτισμό να μας τα προσφέρει μία κοινωνία που να αξίζει τα όνειρά μας για τον κόσμο.

Όλα αυτά θα θύμιζαν, σ’ όλους αυτούς τους ανιδιοτελείς υποτακτικούς της πληροφορίας και της εντολής, την χρόνια και πραγματική κρίση των διογκούμενων αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων και όχι αυτήν την νέας κοπής χειριστική ‘καπιταλιστική-χρηματιστηριακή’ κρίση που αναμασούν τα μίντια, για να ελέγξουν τις αντιστάσεις των ‘πληβείων’ στις ‘μεταρρυθμίσεις’. Πριν από την ‘κρίση’ αυτή, που στόχο έχει τους μισθούς μας, οι, δημιουργημένοι από τις τόσες κρίσεις πιο πριν, homo sacer2, πολλαπλασιάστηκαν και πιέστηκαν σε διάρκεια από την ‘απελευθέρωση των αγορών’ σε μια διαρκή επισφάλεια: κοινωνική απομόνωση, ακρίβεια, ενεργειακές φούσκες. Στους δρόμους του Δεκέμβρη αντισταθήκαμε στο δίπολο εντατικοποίηση-αποξένωση που θέλει τον άνθρωπο άτομο-καταναλωτή-εργαζόμενο-τηλεθεατή-ψηφοφόρο, ζωντανό-νεκρό, αναθέτοντας έτσι την διαχείριση των καθημερινών προβλημάτων του στους ειδικούς μεσάζοντες, ‘επαγγελματίες συνδικαλιστές’, πολιτευτές - τιμητές κινημάτων και δημοσιογράφους που, με το ‘πάτημα ενός κουμπιού’, κατασκευάζουν επίπλαστες συναινέσεις. Δείχνοντας συνειδητά την ανυπακοή μας απέναντι στον ατομικισμό του ο-σώζων-εαυτώ (στην κρίση)-σωθήτω, προτάξαμε την συλλογική επανοικειοποίηση της ζωής μας παίρνοντας τα πράγματα στα χέρια μας.

Θα έφτανε μια μικρή προσπάθεια της μνήμης για να ανασύρει τα απανταχού κρούσματα διαφθοράς˙ σαν ανταπόδοση στην τόση καθημερινή μιζέρια, πώς κυβερνάει η κοροϊδία: οι αποκαλύψεις για χρηματισμό των μεγάλων κομμάτων από πολυεθνικές, το ιδιοτελές τζογάρισμα του πλούτου των ασφαλιστικών ταμείων από μάνατζερς του κράτους, οι ‘βατοπαιδισμοί’ του βυζαντινού παρακράτους, είναι μόνο ο αφρός. Μέσα στο συνολικό κοινωνικό τοπίο η συνείδηση αυτού του χλευασμού θα επαρκούσε για να αντιληφθούν μίντια και θεατές τα κίνητρα της εξέγερσης του Δεκέμβρη. Ότι πράξαμε δεν ήταν τίποτα άλλο από την ανταρσία μας απέναντι στο κατεστημένο δίκτυο συμφερόντων, το συνώνυμο με το ελληνικό κράτος, το οποίο από ίδρυσής του έχει νομιμοποιήσει την πολιτική της διαφθοράς, της οικογενειοκρατίας και των πελατειακών σχέσεων, την εταιρία που νομοθετεί τα συμφέροντά της, μέσα στο τόσο λίγο για οποιαδήποτε ‘δημοκρατία’ κοινοβούλιο, σε ένα καθημερινό θέατρο ‘σκαιών’. Και απαιτήσαμε λαϊκά δικαστήρια.

Θα έφτανε, ακόμα, να ανατρέξουν, όλοι αυτοί οι πολιτικοί αναλυτές και οι αστυνομικοί συντάκτες, στις υποθέσεις των υποκλοπών και των απαγωγών, τη βίαιη καταστολή και τις παρακρατικές επιθέσεις σε μετανάστες και αγωνιζόμενους, καθώς και τη γενναιόδωρη συνδρομή της χώρας στους πολέμους των τελευταίων ετών, για να καταλάβουν ότι δηλώσαμε απειθαρχία απέναντι σε ένα κράτος- παρακλάδι μιας παγκόσμιας πολεμικής και κατασταλτικής μηχανής, η οποία διεξάγει πολύνεκρες στρατιωτικές ‘κρίσεις’ με σκοπό την επιβίωση και την κυριαρχία της, με τίμημα την ελευθερία μας. Καθώς η μηχανή αυτή νομιμοποιείται στις συνειδήσεις των λαών μέσα από ένα τρόμο-λαγνικό κυνήγι μαγισσών, νομιμοποιημένο από εθνικιστικά ιδεολογήματα οπλικών προμηθειών, δόγματα ασφάλειας, ‘πολέμους των πολιτισμών’ και θρησκευτικούς φανατισμούς, δεν μπορεί παρά να δηλώσαμε απείθεια και απέναντι σ’ αυτά. Και απέναντι σε όλους αυτούς τους πολέμιους της σκέψης και της ύπαρξης συναντηθήκαμε - ένα πλήθος εξορίστων.

Θα έφτανε να ανατρέξουν στην καμένη Ελλάδα του περυσινού καλοκαιριού, στις λεηλασίες των φυσικών πόρων, στα κατεστραμμένα ποτάμια, στο γκρίζο ουρανό της κάθε Πτολεμαΐδας, στα τόσα ατιμώρητα περιβαλλοντικά εγκλήματα που επιτρέπει η καπιταλιστική αρχή του ‘ο ρυπαίνων πληρώνει’. Ο κόσμος της κοινωνικής παραίτησης, της διαφθοράς, της καταστολής αντανακλά στο τοπίο: κάθε πράσινος τόπος που χάνεται είναι μια νησίδα που μας θυμίζει ελευθερία λιγότερη. Το τοπίο γύρω μας μουντό, κατεστραμμένο, οι υποσχέσεις του εξαντλημένες. Εξεγερθήκαμε απέναντι στην πολιτική που κόβει δέντρα με μηχανήματα ακονισμένα από το κέρδος, βασισμένη στην ανηλεή εκμετάλλευση της φύσης από τον άνθρωπο και που αναπόφευκτα οδηγεί στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο: αρνηθήκαμε να γίνουμε σκλάβοι στον πλανήτη που το κέρδος μόλυνε, και ανυπομονούμε να τον καθαρίσουμε.

Αν, μυθοπλαστικά μιλώντας, και σε μια στιγμή ελάχιστα πιθανής μιντιακής φώτισης, που θα ‘καιγε τους δέκτες απανταχού, βλέπανε όλα αυτά τα μμε, αρχικά θα αναγνώριζαν ότι πρόκειται όχι για ‘μεμονωμένα περιστατικά’, αλλά για ένα ενιαίο τοπίο καταστροφής στον κόσμο του κέρδους. Θα αναγκάζονταν, σα λογική συνέχεια, να διαπιστώσουν ότι κάθε αγώνας, κάθε υπόσχεση για το μέλλον ματαιώθηκε με τον πιο θρασύ και αδικαιολόγητο τρόπο. Και θα ήταν αδύνατον να μην εκθέσουν το τεράστιο παγκόσμιο κοινωνικό αδιέξοδο, στο οποίο και αυτοί οι δημοσιογράφοι έχουν βάλει το χέρι τους, και μάλιστα βαθιά, με ψέματα, βολικές απλουστεύσεις, άβουλες αποσιωπήσεις, διαπλοκές και θεαματικότητες, σαν τέλειοι καθρέφτες της εξουσίας.

Τα μίντια και οι εντολείς τους ήθελαν πάντοτε να αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα τμηματικά, αποκομμένα μεταξύ τους, ενώ εμείς τα ζούμε όλα μαζί. Εμείς δεν παρακολουθήσαμε και πολύ τα μμε˙ ίσα για να βεβαιωθούμε ότι εμμένουν στον προαιώνιο ρόλο τους: Αυτόν της κατασκευής υποταγής στα συμφέροντα που μας πολιορκούν. Γνωρίζοντας, δεν τα εμπιστευτήκαμε στιγμή.

ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΘΥΜΗΘΗΚΑΜΕ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ…

Παρά το γεγονός ότι οι διαδηλώσεις που ακολούθησαν την δολοφονία ήταν μαζικότατες, ο ‘λαός’ συνέχισε να παραμένει στον ατομικιστικό ρόλο του θεατή. Αυτό το κοινωνικό φαινόμενο το είχαμε ήδη παρακολουθήσει τα τελευταία δύο χρόνια κοινωνικής ήττας, όταν οι διεκδικήσεις για ασφαλιστικό και εργασιακά αντιμετωπίστηκαν από τους δικαιούχους όχι σαν απεργία αγώνα, αλλά σαν άτυπη άδεια, λίγη ξεκούραση μέσα στην εντατική παράνοια. Μπροστά στην άλωση της καθημερινότητας, της οποίας όλα αυτά είναι απλές και λίγες εκδηλώσεις, δεν μπορούμε παρά να ακούσουμε την σιωπή του σώματος που όλα αυτά έχουν προκαλέσει. Αυτή η συλλογική σιωπή, που θυμίζει μάζα, διαγράφει ένα μάλλον σκοτεινό μέλλον: Μεσούσης της κρίσης, δεδομένου του διαφαινόμενου νέου κύματος μέτρων ενάντια στη ζωή (νέοι τρομονόμοι, παρέμβαση στις εργασιακές σχέσεις και δικαιώματα κ.ο.κ.), χωρίς συμμετοχή οι αγώνες έχουν προδιαγεγραμμένες ακόμα περισσότερες σκοτεινές μέρες. Είναι δεδομένο: αν η πλειοψηφία κατέβαινε στο δρόμο, όχι μόνο η εξέγερση, αλλά και ολόκληρη η ζωή μας θα ήταν εντελώς διαφορετική.

Αν και ο ‘λαός’ δεν κατέβηκε στο δρόμο, σίγουρα έδωσε την σιωπηλή του συγκατάθεση. Αρχικά, γιατί ζει καθημερινά όλα όσα οι δημοσιογράφοι αποκρύπτουν στις ειδήσεις σαν συνολική πραγματικότητα: Ζει καθημερινά στο σώμα του την πληγή που έχει φέρει η διαρκής ‘συνεργία του κράτους με τους μηχανισμούς κοινωνικής ανισότητας’. Στη συνέχεια γιατί κάθε ‘νοικοκύρης’ είχε τουλάχιστον έναν δικό του άνθρωπο στο δρόμο. Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι που βγήκαν στο δρόμο δεν είχαν κανενός είδους ενιαία ταυτότητα ή ‘αιτήματα’: Ήταν το ‘πλήθος’3 που έκρυψε το πρόσωπό του για να δούμε τη στάση του, και έθεσε σε εφαρμογή μία αυθόρμητη κίνηση αυτό-ρύθμισης της κοινωνικής δικαιοσύνης, απέναντι στον φόβο που παράγει η καθημερινή έννομη τάξη της ανισότητας.

Έτσι, στρατηγικά και μελετημένα, η κρατική καταστολή οργανώθηκε κυρίως ενάντια στα πιο αδύναμα και πολιτικά εκτεθειμένα κομμάτια της κοινωνίας: ανήλικα παιδιά, μη-οργανωμένοι συμπαθούντες, μετανάστες, ένιωσαν στο σώμα τους τις μεθόδους συναίνεσης της δημοκρατίας. Με βία, χημικά απαγορευμένα από τη συνθήκη της Λωζάνης, συλλήψεις στο σωρό, όσοι δεν ήταν ήδη συνηθισμένοι σε αυτές τις παλιές τακτικές έτρεξαν φοβισμένοι σπίτια τους ή σε ηπιότερες μορφές διεκδίκησης (που σαράντα χρόνια τώρα μας έχουν φέρει εδώ). Για μας όλοι οι συλληφθέντες της εξέγερσης είναι κοινωνικοί αγωνιστές˙ όχι μόνο η δίωξή τους είναι απόδειξη κοινωνικού ολοκληρωτισμού αλλά και αξιώνουμε να τους δοθεί κοινωνική σύνταξη.

Σαν γνήσιο κομμάτι της κατασταλτικής μηχανής τα μμε εξαπόλυσαν μιντιακούς στρατιωτικούς νόμους, στην προσπάθειά τους να πείσουν, από τη μία τους γονείς να απαγορέψουν στα παιδιά τους (το πιο αυθόρμητο και υγιές κομμάτι του δεκέμβρη) να κατέβουν στο δρόμο, και από την άλλη τους ‘ειρηνικούς διαδηλωτές’ να καταστέλλονται από το φόβο μιας πιθανής παρέμβασης των δυνάμεων καταστολής και να στρέφονται εναντίον των πιο συγκρουσιακών τάσεων, θεωρώντας τους υπαίτιους για την επιθετική στάση των μπάτσων.

Και βλέποντας για μια φορά ακόμη τη βία να θεαματικοποιείται, τόσο τη θεσμική βία των δυνάμεων καταστολής όσο και την κοινωνική αντιβία των εξεγερμένων, διαπιστώσαμε κάποια πράγματα: Αρχικά, για να είμαστε ξεκάθαροι, εμείς είδαμε το πλήθος να απαλλοτριώνει αυθόρμητα το κρατικό μονοπώλιο της βίας. Κατά δεύτερον, ο τρόπος με τον οποίο τα καθεστωτικά μέσα συνηθίζουν να προβάλλουν τις συγκρούσεις, καθώς και η σημασία που αποκτούν μέσα από τον παραμορφωτικό τους φακό, τις καθιστά αναπόφευκτες. Αν και οι συγκρούσεις προβάλλονται σαν ‘μπάχαλα’, ένα σκοτεινό υπερθέαμα αποκομμένο από τα κοινωνικά κίνητρα και τις συνθήκες που το δημιούργησαν, από τη άλλη, καμιά πορεία δεν προβάλλεται από τα μμε αν δεν έχουν λάβει χώρα μεγάλης έκτασης επεισόδια. Σ’ αυτήν την ιδιαίτερη αντιφατική συνθήκη η κοινωνική αντιβία φετιχοποιείται εκατέρωθεν- όχι αναίτια.



ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ Ή ΑΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑ;

Όσο πολλαπλά ήταν τα κίνητρα και οι ταυτότητες, τόσο πολλαπλές ήταν και οι ανάγκες των όσων συμμετείχαν στην εξέγερση. Σαν παλιό ιστορικό χαρακτηριστικό, ενιαία αιτήματα δεν υπήρξαν. Μόνη κοινή συνισταμένη η, περισσότερο ή λιγότερο συνολική, άρνηση απέναντι στην παρούσα τάξη πραγμάτων4, της κακιστοκρατίας και της καταστολής, που εκφράστηκε με την απειθαρχία στον μιντιακό στρατιωτικό νόμο: το πλήθος που δεν έμεινε σπίτι του. Οι άνθρωποι που βρεθήκαμε στον δρόμο κοιταχτήκαμε πάνω στη βάση μιας κοινής υπόθεσης: ο λόγος αυτής της κοινής υπόθεσης διατυπώθηκε στις πράξεις μας, πράξεις που είδαν τα μμε και απέκρυψαν και πράξεις που δεν είδαν: λαϊκές συνελεύσεις, πορείες ωρών σε γειτονιές, καταλήψεις προς κάθε κατεύθυνση, παρεμβάσεις κάθε είδους στα μμε, επιθέσεις σε πολυεθνικές, τράπεζες, εταιρίες ενοικίασης ανθρώπων, και α.τ. Όσοι συμμετείχαν αναζητούσαν έναν κοινό τόπο με περισσότερη επαφή, δράση, πρωτοβουλία, ζωή.
ΚΑΠΟΥ ΜΕΣΑ Σ’ ΟΛΑ ΑΥΤΑ: ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ

Το τμήμα κινηματογράφου είναι ένα ταπεινό παράδειγμα της κοινωνίας που το έφτιαξε. Γεννήθηκε και ζει ως σήμερα μέσα στην κρίση αυτής της κοινωνίας. Η διακοπή της αναγκαίας για τη λειτουργία του χρηματοδότησης, είναι ένα από τα δεκάδες ανάλογα παραδείγματα του πολιτειακού αδιεξόδου σε κοινωνική αλληλεγγύη, παιδεία, υγεία, πολιτισμό. Πάνω του μπορεί να ανιχνευτεί κάθε ‘νόμιμη’ πληγή της σύγχρονης ελληνικής, και όχι μόνο, πραγματικότητας: η ψηφοθηρική διαπλοκή, η γενικευμένη αδιαφορία για την παιδεία και τον σύγχρονο πολιτισμό, ο νόμος πλαίσιο, η εργασιακή ομηρία των συμβασιούχων, οι τοπικιστικοί χειρισμοί, η τηλεοπτική οπτική των πραγμάτων, η ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής. Όλα αυτά μας πνίγουν καθημερινά.

Όλα μας τα προβλήματα είναι κοινά και γνώριμα σε κάθε συνειδητό φοιτητή οποιασδήποτε σχολής. Το γεγονός όμως ότι είμαστε σε μια νέα, καλλιτεχνική (συνεπώς παραγωγικά αδιάφορη στην παρούσα τάξη πραγμάτων) σχολή, πολλαπλασιάζει την ένταση των προβλημάτων αυτών. Αποπροσανατολισμένοι από τα όνειρα που είχαμε μπαίνοντας στη σχολή, απομονωμένοι από τον κινηματογραφικό χώρο (άραγε ενδιαφέρεται κανείς;), χωρίς κάμερα φιλμ˙ τα κέντρα ελευθέρων σπουδών παραμένουν κανόνας στον κλάδο μας. Οι συμβασιούχοι καθηγητές ανέχονται 350 ευρώ μηνιάτικο, στρώνοντας εδώ και χρόνια το έδαφος της εξάπλωσης της εκμετάλλευσης. Το περιεχόμενο του καταστατικού οδηγού σπουδών έχει πάει περίπατο: βυθισμένοι στην βαβυλωνία του χόλλυγουντ, της τι-βι, των πολυεθνικών, εγκλωβισμένοι στην ανιδεότητα των όσων σχεδιάζουν τις σπουδές μας, συχνά μοιάζει να σκοτώνουμε το χρόνο μας κυνηγώντας τη σπάνια πεταλούδα της ‘ελεύθερης γνώσης’.

Στις αίθουσες του τμήματος τριγυρνάμε διψασμένοι για πραγματική, ελεύθερη, ολόπλευρη γνώση σ’ ένα σύστημα που τη διαχειρίζεται με το σταγονόμετρο. Η ελληνική πολιτεία δεν είναι ικανή για ένα δημόσιο και δωρεάν τμήμα κινηματογράφου, όπως ακριβώς δε φαίνεται ικανή για μια Παιδεία (η μόνη με κεφαλαίο π) της ελευθερίας, της γνώσης, και της κοινωνίας (η σχολή καλών τεχνών ναυπλίου εξάντλησε το θέμα –με το κείμενο της κατάληψης στις 27 ιανουαρίου 2009- και επαυξάνουμε: αυτό που ζούμε είναι εκπαιδευτικά ιδρύματα για ένα κοινωνικό αλτζχάιμερ).

Από την άλλη και απέναντι σε όλα αυτά:
Η συλλογικότητα του φοιτητικού συλλόγου έχει κάποια μοναδικά χαρακτηριστικά, τα οποία, όπως είναι λογικό, διαφοροποιούν ριζικά τον τρόπο και τα μέσα του διαλόγου στις συνελεύσεις, Τα ενεργά μέλη δεν υπερβαίνουν τους εκατό, οι συνθήκες διαλόγου στις συνελεύσεις είναι άμεσο-δημοκρατικές, το ψηφοδέλτιο ενιαίο, ο διάλογος στα πλαίσια της λογικής και της ηθικής συνέπειας, μακριά από προκατασκευασμένα πλαίσια. Την ίδια στιγμή οι φοιτητές του τμήματος είμαστε μέλη της κοινωνίας μας και συνεπώς καθόλου διαφορετικοί από τους ανθρώπους άλλων συλλόγων και συλλογικοτήτων. Ζούμε και εμείς σε έναν κόσμο που περνάει κρίση και εν μέσω τόσων προβλημάτων νοιώθουμε και εμείς μόνοι και ανίσχυροι να τα υπερβούμε. Η εντατικοποίηση της ζωής μας προκειμένου να ανταπεξέλθουμε σε σπουδές και επιβίωση, η ιδρυματοποίηση των σπουδών μας, οι διαρκείς ήττες, μάς σπρώχνουν στη γωνία. Στο συντριπτικό μας ποσοστό δεν είμαστε από πλούσιες οικογένειες, δεν μας περιμένουν σίγουρες δουλειές, είμαστε ήδη βυθισμένοι στην κοινωνική αβεβαιότητα μαζί με την υπόλοιπη κοινωνία.

Παρόλα αυτά, με συνείδηση των αντιφάσεών μας και χωρίς μεσσιανικούς ηρωισμούς αγωνιζόμαστε (μάλλον γιατί μπορούμε να το κάνουμε). Πραγματοποιήσαμε καταλήψεις με μεγάλη διάρκεια στους δύο πρώτους γύρους της εκπαιδευτικής απορρύθμισης (της οποίας τις συνέπειες ζούμε πλέον καθημερινά), και σταθήκαμε μαζί στους αγώνες των εργαζομένων με καταλήψεις και ερευνητικές απεργίες αναγνωρίζοντας ότι οι διεκδικήσεις τους αφορούν το δικό μας μέλλον. Κάποτε φυσικά χάσαμε και το τραίνο των καταλήψεων, το περασμένου Μάη (΄08), για ένα ‘ραντεβού αγώνα’ τον Οκτώβρη του ’08 που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Μαθαίνοντας από το λάθος μας αυτό, καταλάβαμε ότι ραντεβού στον αγώνα δεν μπορούν να υπάρξουν, ότι ο αγώνας πρέπει να είναι διαρκής και να έχει κοινωνικό κόστος. Οι πραγματικές επιλογές έχουν πάντα ένα τίμημα και δεν είναι ώρα για τσιγκουνιές.

Μετά από συζητήσεις διάρκειας αρκετών μηνών τον Νοέμβρη του ’08 κατατέθηκε προς ψηφοφορία πρόταση ‘ανοιχτής’ κατάληψης (τουλάχιστον 1 μήνας αυτοδιαχείρισης του τμήματος) για την πενία σε παιδεία και πολιτισμό. Καθώς το εγχείρημα πλαισιωνόταν από ένα πλήθος δράσεων σε κλιμάκωση ώστε να είναι αποτελεσματικό, είχε σαν προϋπόθεση έναν ελάχιστο αριθμό δεσμευμένων, καθημερινά και σε πολύωρη βάση, παρόντων αγωνιζόμενων φοιτητών. Παρότι η ψηφοφορία της μαζικότατης συνέλευσης ήταν υπέρ της κατάληψης, δεν ‘υπέγραψε’ με την παρουσία του ο απαραίτητος αριθμός σταθερά ‘παρόντων’, οπότε η επιτροπή αγώνα απέσυρε την πρόταση μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες.

Όμως το παραπάνω εγχείρημα, ο διαρκής διάλογος που απαιτούσε σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα, δημογραφικά, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συλλόγου, είχαν δημιουργήσει τη θερμή βάση που είναι απαραίτητη σε κάθε αγώνα βάσης. Υπήρχε ήδη ένας κύκλος επαφών φοιτητών με αλληλέγγυους και μια βάση διαλόγου ικανή για την αυτοδιαχείριση του χώρου, στον βαθμό που αυτή επιτυγχάνεται.

Το σοκ μας από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου δεν είχε να κάνει με την έκπληξη, αλλά με την πραγμάτωση ενός προαναγγελθέντως εφιάλτη, μεσούσης της κρίσης. Οι πρώτες αποφάσεις του συλλόγου για κατάληψη ήταν ομόφωνες, πλατιάς συναίνεσης και με απόλυτο γνώμονα την κοινωνική δράση. Καταλάβαμε τον όροφο που μας αναλογεί στο κτίριο της Σταυρούπολης, στο χείλος της κατοικημένης ερήμου που λέμε Θεσσαλονίκη, για να απλώσουμε το λόγο της αντίστασης στις δυτικές συνοικίες. Αποποιηθήκαμε την φοιτητική μας ταυτότητα και αναδείξαμε την παραγωγική: γίναμε ‘κατάληψη κινηματογράφου Σταυρούπολης’. Συμφωνήσαμε στην κοινή βάση ενός ‘ενωτικού πλαισίου αγωνιζομένων’ που θα εδραίωνε έναν χώρο και έναν χρόνο πραγμάτωσης κοινωνικών αιτημάτων του ευρύτερου κινηματικού χώρου, αντίπερα του καπιταλιστικού/εντατικού χώρου και χρόνου, χωρίς συνέχεια, συνέπεια και συνοχή ίσως, όπως όλα γύρω μας, μα γεμάτη ροές και ενδεχομενικότητες.

Για να μην εγκλωβιστούμε στην ‘επαναστατική μας φούσκα’ παρέμεινε πρώτη μας προτεραιότητα η συμμετοχή σε κοινωνικές δράσεις (πορείες, αγωνιστικά καλέσματα, παρεμβάσεις) και στη συνέχεια η επικοινωνία και προσφορά στη γειτονιά. Η κατάληψη πλαισιώθηκε με διαρκή παρουσία, στο δρόμο πρώτα και στην κατάληψη σαν συνέχεια, με διαρκείς συνελεύσεις. Στους δύο αυτούς μήνες στον όροφο της Ικονίου 1 στη Σταυρούπολη, προσπαθήσαμε, στο βαθμό που το επέτρεψε η παρουσία συντρόφων, να συναρμόσουμε μια ‘μηχανή’ πραγμάτωσης κοινωνικών επιθυμιών. Θεωρήσαμε ότι οι πράξεις θα είναι και ο ‘λόγος’ της κατάληψης. Παρεμβήκαμε στη λαϊκή αγορά της Τετάρτης με μια δράση, μια γιορτή, κείμενα και χιούμορ. Ανοίξαμε το χώρο σε προπαγανδιστικό υλικό (παραγωγή και διανομή), σε συνελεύσεις, σε προσφορές υλικής αλληλεγγύης. Σε εβδομαδιαίες ενότητες λόγου και εικόνας εστιάσαμε σε κοινωνικά ζητήματα. Παρακολουθήσαμε και κυρίως συζητήσαμε ένα πλήθος κειμένων, οπτικά, φιλοσοφικά, ανοιχτά και κλειστά, όχι απαραίτητα συμφωνώντας. Αναζητήσαμε την κοινωνική μας ευθύνη σε κάθε μας ‘ταυτότητα’ και κομμάτια των συζητήσεων αυτών αποτελούν αυτήν την καταγραφή.

Ένα σημαντικό θέμα που προέκυψε στην αρχή ήταν το θέμα των αιτημάτων: Αρκετοί από μας δεν θέλανε να υπάρξουν τέτοια καθώς είχαμε ζήσει τις διαφορετικές ταυτότητες και αιτήματα κατά τη διάρκεια των γεγονότων. Για όλους τους λόγους που εκθέσαμε, υπήρξαν φωνές που επέμειναν ότι θα ήταν εντελώς υποκριτικό να θεωρήσουμε ότι μπορούμε να συνοψίσουμε ‘αιτήματα’ της εξέγερσης. Για λόγους, όμως, διατήρησης της πλατιάς συναίνεσης όσοι από μας δεν ήθελαν αιτήματα υποχώρησαν. Όμως πολλοί από εμάς πιστεύουμε ακόμα ότι στον πυρήνα της όποιας δράσης μας βρίσκονται τα αιτήματα ενός ‘τρίτου κόσμου’: νιώθοντας, χρόνια τώρα τη ζωή να απειλείται σε κάθε επίπεδο η εξέγερση για μας ήταν και είναι αγώνας για την απελευθέρωση της καθημερινότητάς μας.


ΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟ
ΟΤΑΝ ΕΙΝΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ

Γνωρίζοντας ότι οι κοινωνικοί αγώνες δε θα πρέπει να αντιμετωπίζονται αποκομμένοι από το γενικότερο ιστορικό τους πλαίσιο και συνειδητοποιώντας ότι το αποτέλεσμα αυτών των αγώνων δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντο και απόλυτο (στα πρότυπα του ‘’1 Χ 2’’ των ποδοσφαιρικών αγώνων), αντιλαμβανόμαστε ότι όλα είναι ακόμα σε κίνηση και συνεπώς δεν μπορούμε να ‘αποτιμήσουμε’ οτιδήποτε απλώς θετικά ή αρνητικά. Τα συμπεράσματα άλλωστε θα ήταν, σίγουρα, πρόχειρα και παρακινδυνευμένα, καθώς οι κοινωνικές διεργασίες της εξέγερσης, και μάλιστα οι πιο ενδιαφέρουσες, συνεχίζονται σε ροές που εργάζονται και που φαίνεται πως θα συνεχίσουν να παράγουν έργο. Προσπαθώντας όμως να επιταχύνουμε τις διαδικασίες συνειδητοποίησης διατυπώνουμε, έστω πρόωρα, κάποιες ανιχνεύσεις, ώστε σε πρώτη ευκαιρία να επαναλάβουμε τα θετικά και να αποφύγουμε τα όσα μας φάνηκαν αρνητικά, με μοναδικό στόχο την βελτίωση των όρων με τους οποίους αγωνιζόμαστε.
Ας προσπαθήσουμε να αναφέρουμε κάποια θετικά στοιχεία των ημερών:

Ένα σημαντικό μέρος της ‘’εφησυχασμένης’’ κοινωνίας υπερέβη, έστω και για λίγο, τις κοινωνικές του ταυτότητες, χειραφετώντας αρνήσεις, διεκδικώντας ένα ‘αλλού’ ο καθένας με τον τρόπο του: Άνθρωποι που κατέβηκαν για πρώτη φορά στο δρόμο και φώναξαν, πέταξαν πέτρα, παρέμειναν στη θέση τους (όταν οι δυνάμεις καταστολής αντεπιτέθηκαν), ζητωκραύγασαν (όταν μια κάμερα ασφαλείας ξηλωνόταν), αρνήθηκαν να παρακολουθήσουν τα γεγονότα από το δελτίο ειδήσεων, αλλά επέλεξαν να γίνουν οι ίδιοι μέρος του γεγονότος-Ιστορίας, με τους όρους που έθεταν οι ίδιοι. Στη συνέχεια, πολλοί από αυτούς συμμετείχαν σε πρωτόγνωρες, ανοιχτές, άμεσο-δημοκρατικές διαδικασίες με σκοπό την από κοινού διαμόρφωση των επόμενων κινήσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της υπέρβασης αποτελεί όχι μόνον η πρωτοφανής προσέλευση στην ανοιχτή συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στο κατειλημμένο Ολύμπιον (περίπου 1000 άτομα), αλλά και οι απόψεις που ακουστήκαν: μάθαμε ότι όταν και αν το θελήσουμε δεν είμαστε μόνοι.

Παράλληλα, ενεργοποιούμενο ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, επιδόθηκε σε πράξεις ανυπακοής και απειθαρχίας, παρά το γεγονός ότι δεν έκανε το μεγάλο βήμα, να κατέβει δηλαδή στο δρόμο με όρους συλλογικούς. Τις μέρες που ακολούθησαν τη δολοφονία γίναμε όλοι μάρτυρες τέτοιων φαινομένων: Ηλικιωμένοι που έδωσαν τα σπίρτα τους σε διαδηλωτές για να ανάψουν οδοφράγματα, άνθρωποι που εκσφενδόνισαν από τα μπαλκόνια τους γλάστρες στα ΜΑΤ, οδηγοί που μπλόκαραν με τα αυτοκίνητά τους τις κινήσεις των αστυνομικών δυνάμεων, κυρίες που, περνώντας από διαλυμένες τράπεζες, χαμογέλασαν από ικανοποίηση, αποδεικνύουν ότι οι βίαιες, μαζικές διαδηλώσεις αγκαλιαστήκαν ως μια εναλλακτική, αυτοσχέδια μορφή ενός μηχανισμού που αντιπαρατέθηκε στη διαπλεκόμενη εγκληματικότητα, με τη στενή έννοια του ποινικού δικαίου.

Η γενικότερη κατάσταση δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες για την άνθηση νέων ομαδοποιήσεων και συνδικαλιστικών φορέων που λειτουργούν με συνελεύσεις βάσης, καθώς και την όξυνση των κοινωνικών αντανακλαστικών σε θέματα εργασιακής εκμετάλλευσης και καταστολής των εργατικών κινημάτων (Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η άμεση αντίδραση στη δολοφονική επίθεση της εταιρείας ΟΙΚΟΜΕΤ εις βάρος της αγωνίστριας, Κων/νας Κούνεβα).

Με χαρά μας είδαμε μια κάποια φαντασία να επιστρέφει στους δρόμους, με την εμφάνιση έξυπνων συνθημάτων σε πορείες και σε τοίχους καθώς και τις έξυπνες δράσεις και παρεμβάσεις (πέταγμα κουραμπιέδων στο δήμαρχο Θες/νίκης, εισβολή στο δελτίο ειδήσεων της ΝΕΤ, κάψιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου – σύμβολο της αστικής, γιορτινής κανονικότητας- κ.α.). Όλα αυτά λειτούργησαν αντιστικτικά στην – παραδοσιακά – ξύλινη γλώσσα των θεσμικών φορέων, και τη στασιμότητα που αυτή έχει οδηγήσει τα κοινωνικά κινήματα της εποχής. Σαν να βρίσκαμε αδέξια το λόγο μας για λίγο.

Η σημαντικότερη, όμως, εξέλιξη που μπορεί να σημειωθεί με θετικό πρόσημο στα γεγονότα του Δεκέμβρη είναι η επίπτωσή τους στη διεθνή πολιτική σκηνή. Αμέσως μετά τη γνωστοποίησή της, η ρήξη μεταφέρθηκε στις πρωτεύουσες όλου του κόσμου. Διαδηλώσεις, επιθέσεις σε ελληνικά προξενεία και πράξεις ανυπακοής άρχισαν να καταγράφονται ανά την υφήλιο (Ν.Υόρκη, Μόσχα, Μεξικό, Λονδίνο, Μελβούρνη, Βερολίνο, Ρώμη, Κοπεγχάγη), με σημαντικότερη την κινητοποίηση του φοιτητικού κινήματος στη Γαλλία, μια κίνηση η οποία ανάγκασε το Σαρκοζύ να μαζέψει άρον-άρον την σχεδιαζόμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, υπό το φόβο της μεταφοράς των ταραχών, από την Αθήνα στο Παρίσι. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ, ότι οι φοιτητές του London School Of Economics προχώρησαν σε κατάληψη του ιδρύματος, για πρώτη φορά μετά το 1970, με σκοπό να διαμαρτυρηθούν για την οικονομική αρωγή του πανεπιστημίου τους στον ‘’πόλεμο κατά της τρομοκρατίας’’ που οργανώνει το Ισραήλ, αλλά και να δηλώσουν έμπρακτη αλληλεγγύη στους Έλληνες εξεγερμένους, διεκδικώντας θέματα που αφορούσαν την κρίση, την παιδεία, κτλ.


ΟΙ ΣΤΕΡΕΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΑΚΙΕΣ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Ωστόσο, ότι δεν κατάφεραν να κάνουν τα όπλα και τα χημικά, τα οποία χαρίστηκαν απλόχερα –χρονιάρες μέρες- από τις δυνάμεις καταστολής, το κατάφεραν τα μμε, οι κομματικές ιντελλιγκέντσιες. Μέσα σε λίγες μόνο μέρες και συντονισμένα, λειτούργησαν ως ΜΑΤ (αρχικά: Μέσα Αστικής Ταξινόμησης) επαναφέροντας το ετερόκλιτο πλήθος στην ‘τάξη’, διαιρώντας το στις παραδοσιακές του ταυτότητες: μαθητές, φοιτητές, συνδικαλιστές, ειρηνικοί διαδηλωτές, κουκουλοφόροι, αριστεροί, πασόκοι, αναρχικοί κ.ο.κ.

Εντελώς αντανακλαστικά, σχεδόν σαν άμυνα στην πολύπλευρη καταστολή, το πλήθος δεν άργησε να περιχαρακωθεί πίσω από τις βολικές και συνήθεις ετερότητές του. Και το καλύτερο παράδειγμα ήταν οι φοιτητές: πίσω από ανεδαφικά αιτήματα κενού περιεχομένου (διάλυση ΜΑΤ, άρθρο 16 κτλ), από περίτεχνα επεξεργασμένα πλαίσια (ώστε να υπάρχει διαχωρισμός από τους ‘’άλλους’’) και πίσω από τα καδρόνια στις πορείες (ώστε να διαχωριστούν οι ειρηνικοί φοιτητές από τους βίαιους κουκουλοφόρους), πίσω τελικά από την εξεταστική ενός κούφιου εκπαιδευτικού συστήματος, οι φοιτητές αρνήθηκαν τον ενωτικό κοινωνικό τους ρόλο. Την υποχρέωση που παραδοσιακά είχαν για συνολικό αγώνα πάνω στα αιτήματα της ζωής.

Ομοίως, τα ριζοσπαστικότερα μέρη του πλήθους (η συγκρουσιακή πρωτοπορία, όπως κάποτε λέγονται) διαχώρισαν τη θέση τους από τους ‘’ρεφορμίζοντες’’, βοηθώντας με τη σειρά τους να σπάσουν οι γέφυρες που ενώνουν αυτές τις δύο τάσεις του ανταγωνιστικού κινήματος. Έτσι το αδιέξοδο άρχισε να διαφαίνεται από τις πρώτες ανοικτές συνελεύσεις: Από τη μία οι, διαμορφωμένες από τα δελτία ειδήσεων, βεβαιότητες για προβοκάτορες – κουκουλοφόρους, και από την άλλη η έλλειψη υπομονής για διάλογο, σιωπής προς τη συνδιαμόρφωση, από την ‘πρωτοπορία’ αλλά και την ‘ασύντακτη σύγκρουση’.

Δυστυχώς οι περιστάσεις απαιτούσαν να κατέβουμε όλοι στο δρόμο. Μαζί. Όπως τις πρώτες μέρες όπου ο καθένας με τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά του (δράση, λόγος, συγκατάθεση), καταφέραμε να σπάσουμε την ατομικιστική μας ‘’φούσκα’’ και να επικοινωνήσουμε αυτήν την κοινή υπόθεση: Να πάρουμε τις ζωές μας στα χέρια μας. Κάθε βεβαιότητα που ορθώσαμε στη διαδρομή μας έστειλε πίσω διαχωρισμένους στα μαντριά μας. Κάθε φορά που περιχαρακωθήκαμε πίσω από την ταυτότητά μας χάσαμε οποιονδήποτε βρισκόταν πίσω από τα πανέτοιμά μας τείχη. Ο αυθόρμητος αγώνας για τη συλλογική απελευθέρωση, η συλλογικοποίηση των αρνήσεων και των επιθυμιών μας, έγινε και πάλι χίλια κομμάτια, χίλιοι κόσμοι που παλεύουν για ζωή σε μια σταλιά πλανήτη.

Μην μπορώντας, λοιπόν, να το καταφέρουμε, γρήγορα περιοριστήκαμε στο μόνο –δυστυχώς- σύνθημα που όλους μας ενώνει…

Και μείναμε και πάλι λίγοι εδώ, λίγοι εκεί, που περιμένουν, και που τόσο λίγοι δεν μπορούν να κάνουν και πολλά.

Έτσι και ‘μεις.

Αναγνωρίζουμε ότι η κατάληψη δεν είναι δυνατόν να λύσει τα προβλήματά μας. Μέσα όμως στην αναταραχή βρήκαμε το χώρο και το χρόνο να προσέξουμε γύρω μας τον κόσμο. Και είδαμε κάποια πράγματα. Είδαμε ότι η ευημερία του ενός δεν μπορεί να είναι ξέχωρη από τη συλλογική, η μακροημέρευση ενός τμήματος ανεξάρτητη από την κοινωνία γύρω του. Είδαμε ότι όταν κάτι το επιθυμούν πολλοί μαζί μπορούν να καταφέρουν περισσότερα. Είδαμε τους πολλούς αυτούς να άγονται και να φέρονται από τα μμε σαν άψυχα κουκλάκια, να μην πιστεύουν στη δύναμή τους. Είδαμε το κράτος να δολοφονεί και να σπέρνει μόνο αγωνία για τη ζωή: τι είδους δημόσια παιδεία μπορεί, άραγε, να προσφέρει;

Κοινώς είδαμε την κοινωνία μας κατάματα. Και θα θέλαμε να μπορούσαμε να κάνουμε κάτι.

Αφού, λοιπόν, δεν μπορούμε να λουστούμε με βενζίνη ή να διακινδυνέψουμε σοβαρά τη βίαιη σύλληψή μας, προς το παρόν δειλοί και λίγοι για να απαντήσουμε σε όλα αυτά, αποφασίσαμε να δώσουμε με αξιοπρέπεια το εξάμηνό μας σαν διαμαρτυρία, σαν περισυλλογή, σαν την μοναδική ελάχιστα ριζοσπαστική κίνηση για την οποία είμαστε ικανοί, μπροστά σε όλα αυτά, σαν συλλογικότητα.



Φεβρουάριος 2009,
ΚΑΤΑΛΗΨΙΕΣ ‘ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ’_ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΗ




1 Σιγή των αλλοτριωτικών διαδικασιών. Προς σεβασμό στα κοινωνικά κεκτημμένα, περισυλλογή για την άλωσή τους, προετοιμασία των νέων διεκδικήσεων που έρχονται. Ο συγκεκριμένος τίτλος δεν πρέπει να αποκωδικοποιείται κυριολεκτικά αλλά συμβολικά, καθώς κανείς αγώνας δεν διαρκεί ένα εξάμηνο, ούτε τα χαρακτηριστικά του μπορεί να παραπέμπουν σε σιγή. Η συγκεκριμένη φράση σηματοδοτεί ένα θάνατο, πέρα από το φυσικό θάνατο του Αλέξη Γρηγορόπουλου, τον θάνατο μιας ολόκληρης κοινωνίας. ‘Όλα αυτά έχουν προκαλέσει τη σιγή του σώματος’ (Φ. Γκουαταρί).
2 ([Λατιν.] χόμο σάσερ, ‘ιερός’ άνθρωπος) Σκοτεινή φιγούρα στον (ρωμαϊκό) νόμο, φωτογραφίζει τον εξόριστο, ο οποίος μπορεί να δολοφονηθεί από τον καθένα, αλλά δεν μπορεί να θυσιαστεί για ιερό σκοπό˙ είναι ‘ιερός’ με την άρνηση του όρου. Ο όρος, αναβιωμένος από τον Agamben, περιγράφει τον κοινωνικά απογυμνωμένο από πολιτικά δικαιώματα, κατ’ αναλογία με την ινδική, τον ‘ανέγγιχτο’ της σύγχρονης κοινωνίας.
3 Το ‘πλήθος’ αναφέρεται στο πολυπληθές αλλά και στην πολύ-ποικιλότητα των ανθρώπων. Το ‘πλήθος’ εμφανίζει χαρακτηριστικά μιας κάποιας συλλογικής ευφυΐας της βάσης, σε διάλογο με το ‘λαό’ και σε αντίθεση με τη ‘μάζα’.
4 Καθώς το κεφάλαιο παράγει ελλείψεις, πως είναι δυνατόν ο ενδεής να μην παράγει αρνήσεις;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου